- επιστολιαφόρος
- ἐπιστολιαφόρος, ὁ (Α)γραμματοκομιστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιστόλιον + -φόρος (< φέρω) ή < επιστολή + -φόρος με επίδραση τού αγγελιαφόρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιστολιαφόρος — bearer of dispatches masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταβελλάριος — ὁ, ΜΑ γραμματοκομιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabellarius «επιστολιαφόρος» (πρβλ. και ταβέλλα)] … Dictionary of Greek